ψοφοζώ

ψοφοζώ
Ν
(αμτβ.) ζω με μεγάλες στερήσεις, μόλις που τά φέρνω βόλτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (ΙΙ) + ζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψοφοζώ — μόλις κατορθώνω να ζω, τα φέρνω πολύ δύσκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”